ἐξάψεις

ἐξάψεις
ἔξαψις
fastening
fem nom/voc pl (attic epic)
ἔξαψις
fastening
fem nom/acc pl (attic)
ἐξάπτω
fasten from
aor subj act 2nd sg (epic)
ἐξάπτω
fasten from
fut ind act 2nd sg
ἐξά̱ψεις , ἐξάπτω
fasten from
futperf ind act 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εμμηνόπαυση — Η μόνιμη διακοπή της έμμηνης ρύσης στη γυναίκα. Είναι αποτέλεσμα της μόνιμης διακοπής της ωοθυλακιορρηξίας και, επομένως, και της αναπαραγωγικής ικανότητας, η οποία όμως μπορεί να έχει προηγηθεί για διάστημα 12 18 μηνών. Γνωστή και ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”